- φανότης
- φανότηςbrightnessfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φανότης — ότητος, ἡ, ΜΑ [φανός (II)] 1. η ιδιότητα τού φανού (II), λαμπρότητα, φωτεινότητα 2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «ἐνάργεια ἡ τῶν λόγων λευκότης καὶ φανότης» … Dictionary of Greek
φανότητα — φανότης brightness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανότητι — φανότης brightness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανότητος — φανότης brightness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)